- εξάπλωμα
- το см. εξάπλωση;
§ κατά το πάπλωμα και το εξάπλωμα — посл, по одёжке протягивай ножки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ κατά το πάπλωμα και το εξάπλωμα — посл, по одёжке протягивай ножки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξάπλωμα — και ξάπλωμα, το (Μ [ἐ]ξάπλωμα, το) [εξαπλώνω] 1. εξάπλωση 2. ξάπλωμα, κατάκλιση 3. επέκταση, διάδοση μσν. ρίξιμο στο έδαφος και συνεκδ. ήττα («ξάπλωμα τού Δρακόκαρδου», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek